ευκατασκεύαστος

ευκατασκεύαστος
ος , ον легко сооружаемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευκατασκεύαστος" в других словарях:

  • ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατασκευάστως — εὐκατασκεύαστος easily constructed adverbial εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκεύαστον — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem acc sg εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκευαστότερα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκευάστοις — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκευάστου — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκευάστων — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκεύαστα — εὐκατασκεύαστος easily constructed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατασκεύαστοι — εὐκατασκεύαστος easily constructed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»